- Ἰβύκειον
- Ἰβύκειονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰβυκείου — Ἰβύκειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβυκείῳ — Ἰβύκειον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβύκειο — το (Α ἰβύκειον) νεοελλ. φρ. «ιβύκειο μέτρο» το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη… … Dictionary of Greek